- τραβολογώ
- -άω, Ν1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις2. ταλαιπωρώ κάποιον, τόν υποβάλλω σε περιπέτειες («τόν τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
τραβολόγημα — το, Ν [τραβολογώ] το να τραβολογάει κανείς κάποιον … Dictionary of Greek
τραβολογάω — (σπάν. τραβολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), τραβολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής